κοίτη

κοίτη
Το κοίλο μέρος του εδάφους που κατέχεται από τα νερά ενός χειμάρρου, ενός ποταμού ή μιας λίμνης. Απαρτίζεται από τον πυθμένα και δύο όχθες, οι οποίες μπορεί να αποτελούν προϊόν φυσικής διεργασίας ή να έχουν σχηματιστεί με τεχνητά αναχώματα. Επειδή ένα υδάτινο ρεύμα παρουσιάζει συνήθως διαφορετικό όγκο κατά τις διάφορες εποχές του έτους, η κ. διευρύνεται ή περιορίζεται ανάλογα. Σε αρκετές περιπτώσεις οι ποταμοί αλλάζουν κ., εγκαταλείποντας την παλιά. Σε άλλες, η πορεία ενός ποταμού μπορεί να αλλάξει λόγω τεχνικών έργων, που αποσκοπούν στην προστασία από τις πλημμύρες ή στην άρδευση καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Μερική άποψης της κοίτης του ποταμού Σόνγκχουα στην Κίνα σε περίοδο ξηρασίας (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
η (AM κοίτη)
1. το μέρος όπου κατακλίνεται κάποιος, η κλίνη, το κρεβάτι («ἤδη ἡ θύρα κέκλεισται καὶ τά παιδία μου μετ' ἐμοῦ εἰς τὴν κοίτην εἰσίν», ΚΔ)
2. νεκρικό κρεβάτι, φέρετρο («στής κοίτης τη σιωπή τού ύπνου τού στερνού», Σολωμ.)
3. φωλιά ζώου («τὴν μὲν οὖν κοίτην καὶ τὴν ἀπόθεσιν τῆς θύρας ἄλλοθι ποιεῑται [ἡ ἀράχνη]», Αριστοτ.)
4. κοιλότητα τού εδάφους, αυλάκι στο οποίο ρέει το νερό ποταμού ή ρυακιού
νεοελλ.
1. (πετρογρ.) πλακοειδής μορφή μαγματικής διείσδυσης που κείται παράλληλα προς τη στρώση τού περιβάλλοντος πετρώματος
2. φρ. α) (μετεωρ.) «κοίτη ανέμου» — κατεύθυνση τής πνοής τού ανέμου
β) χωρισμός από κοίτης και τραπέζης» — ο προσωρινός χωρισμός συζύγων που δεν συμφωνούν
μσν.
1. ένωση, συνένωση
2. κρεβάτι γάμου, γάμος
μσν.-αρχ.
1. η κατάκλιση, ο ύπνος («εὖ ὑμέας ἐδέξατο τραπέζῃ καὶ κοίτῃ», Ηρόδ.)
2. ερωτική μίξη, συνουσία («μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις», ΚΔ)
αρχ.
1. καταυλισμός
2. πάπ. στάνη ζώων, μάνδρα
3. κιβώτιο
4. πάπ. κλήρος γης
5. πάπ. φυλάκιο, βίγλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κοι- (ετεροιωμένη βαθμίδα *koi- τής αρχικής ΙΕ ρίζας *kei- «κειμαι, βρίσκομαι», απ' όπου το κεῖ-μαι) + κατάλ. -τη (πρβλ. αή-τη, ά-τη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κοίτη — bedstead fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοίτῃ — κοίτη bedstead fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοίτη — η 1. κλίνη, κρεβάτι: Κοιμούνται στην ίδια κοίτη. 2. κοιλότητα του εδάφους μέσα στην οποία ρέει ρυάκι ή ποτάμι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοίτηι — κοίτῃ , κοίτη bedstead fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιτᾶν — κοίτη bedstead fem gen pl (doric aeolic) κοιτάζω put to bed fut part act masc voc sg (doric aeolic) κοιτάζω put to bed fut part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κοιτάζω put to bed fut part act masc nom sg (doric aeolic) κοιτάζω put to bed… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιτῶν — κοίτη bedstead fem gen pl κοιτάζω put to bed fut part act masc voc sg κοιτάζω put to bed fut part act neut nom/voc/acc sg κοιτάζω put to bed fut part act masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοῖται — κοίτη bedstead fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοίταις — κοίτη bedstead fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοίταισι — κοίτη bedstead fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοίταισιν — κοίτη bedstead fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”